- ταμπακιέρα
- Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα αληθινής τέχνης, διακοσμημένα με παραστάσεις ή και πολύτιμους λίθους. Αλλά και οι φορητές τ. ήταν άλλοτε συχνά έργα τέχνης, γι’ αυτό και πολλές βρίσκονται τώρα σε μουσεία, όπως στο Μουσείο Καρναβαλέ του Παρισιού, όπου υπάρχει συλλογή από τ. σε χρήση στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης.
Χρυσή ταμπακέρα του 19oυ αιώνα.
Ταμπακέρα, από πορσελάνη Σαξονίας.
* * *και ταμπακέρα και ταμβακέρα, η, Ν1. θήκη για ταμπάκο, καπνοσακούλα, ταμπακοθήκη2. θήκη για τσιγάρα, τσιγαροθήκη3. μτφ. η ουσία, το κύριο περιεχόμενο και οι πραγματικές διαστάσεις μιας υπόθεσης («και πάλι ο κ. συνάδελφος δεν είπε τίποτε για την ταμπακέρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabacchiera (βλ. και λ. ταμπάκος)].
Dictionary of Greek. 2013.